- αναγυρεύω
- (Μ ἀναγυρεύω)1. προσπαθώ να βρω, αναζητώ επίμονα2. προσπαθώ να θυμηθώ3. κάνω μνεία κάποιου που απουσιάζει, αναφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γυρεύω.ΠΑΡ. αναγύρευση (-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγυρεύω — εψα, αναζητώ, αποζητώ με πόθο κάτι που είχα: Αναγύρεψε τους συνομήλικους συχωριανούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγύρευση — η (Μ ἀναγύρευσις) [ἀναγυρεύω] αναζήτηση … Dictionary of Greek
κοσμοαναγυρεύω — (ΑM) κοσμογυρεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ἀναγυρεύω «αναζητώ επίμονα»] … Dictionary of Greek